- δέοι'
- δέοιο , δέομαιlackpres opt mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)δέοιο , δέω 1bindpres opt mp 2nd sgδέοιο , δέω 2lackpres opt mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέοι — δέοῑ , δέω 1 bind pres opt act 3rd sg δέοῑ , δέω 2 lack pres opt act 3rd sg δέοῑ , δεῖ there is need pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Милет (царь Лаконии) — У этого термина существуют и другие значения, см. Милет (значения). Милет (иначе Милес, др. греч. Μύλητος, Μύλης) персонаж древнегреческой мифологии[1]. Второй царь Лаконии, старший сын Лелега от наяды Перидеи (др. греч … Википедия
BACCHANTIA Indumenta — apud Tertullian. de Pallio c. 4. ubi de Empedocle, Si Philosophus in purpura, cur non et in baxea Tyria calcinare! nisi aurum minime Graecatos decet: at quin alius et sericatus et crepidam aeratus incessit: digne quidem, ut bacchantibus… … Hofmann J. Lexicon universale
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
μυθολογικός — ή, ὁ (Α μυθολογικός, ή, όν) [μυθολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῑν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
συσπουδάζω — ΝΑ [σπουδάζω] νεοελλ. σπουδάζω μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. ενεργώ από κοινού με ζήλο 2. επιδιώκω ή εκτελώ κάτι μαζί με κάποιον («συνεσπούδαζε πᾱν ὅ, τι δέοι φίλοις», Ξεν.) 3. παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον με προθυμία … Dictionary of Greek
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek